δίστιγμο

δίστιγμο
το
οι άνω και κάτω τελείες (:)· σημείο στίξης που αποτελείται από δύο στιγμές (τελείες).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δίστιγμο — το 1. οι δύο στιγμές (:), άνω και κάτω, που χρησιμοποιούνται ως σημάδι αναμονής, παραδείγματος, επεξηγήσεως κ.λπ., διηγηματικό 2. (στην τυπογραφία) διάστημα πάχους δύο τυπογραφικών στιγμών που τίθεται ανάμεσα σε λέξεις ή γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”